- θεωρήσαντες
- θεωρέωto be aaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοδρόμος — θεοδρόμος, ον (AM) 1. αυτός που ζει σύμφωνα με τη θέληση τού θεού 2. αυτός που κατευθύνεται προς τον θεό («θεοδρόμον αστέρα θεωρήσαντες Μάγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δρόμος (< δραμείν), πρβλ. αρματο δρόμος, ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek
Τζαγκαρόλας — Επώνυμο ενετικής οικογένειας της Κρήτης, μέλη της οποίας εξελληνίστηκαν με την επωνυμία Ζαγκαρόλας, Τσαγκαρόλας ή Τ. Μετά την οριστική κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, ο Φραγκίσκος Τ. εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά το 1669 και γράφτηκε στη… … Dictionary of Greek